Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηβητής — ἡβητής, δωρ. τ. ήβατάς, θεσσαλ. τ. εἱβατάς, ὁ (Α) [ηβώ] 1. νέος, ακμαίος 2. ως επίθ. νεανικός … Dictionary of Greek